- κοτυλήρυτος
- κοτυλήρυτος, -ον (Α)1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ-ήρυτος, κυλικ-ήρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.